- τσεβρές
- τσεβρές, ο και τσιβρές, οπληθ. -έδες (λ. τουρκ.)1. τσεμπέρι κεντητό.2. είδος χειροποίητου (κυρίως) υφάσματος που είναι κατάλληλο για κέντημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.